διατρανώνω

διατρανώνω
(AM διατρανῶ, -όω) [τρανώ]
διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω
νεοελλ.
εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διατρανώνω — διατρανώνω, διατράνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατρανώνω — διατράνωσα, διατρανώθηκα, εκφράζομαι δημόσια, με πολύ έντονο τρόπο: Ο δήμαρχος διατράνωσε στην ομιλία του το θαυμασμό του για το νέο ποιητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιατράνωτος — η, ο (AM ἀδιατράνωτος, ον) [διατρανῶ, διατρανώνω] νεοελλ. αυτός που δεν διατρανώθηκε, δεν διακηρύχθηκε (αρχ., μσν.) ασαφής, ακατανόητος, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”